Σύμφωνα με το λεξικό της κοινής Νεοελληνικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, βλέπετε στην αναρτημένη φωτογραφία, τη σημασία και ετυμολογία της λέξης « βαριέμαι ».
Αυτό που ακούω συχνά από τους ανθρώπους που βλέπω είναι ότι βαριούνται.
Βαριούνται να βρουν δραστηριότητες, ενώ έχουν αρκετές ιδέες, βαριούνται να βγουν έξω με φίλους, ενώ έχουν προτάσεις και θέλουν να κάνουν διαφορετικά πράγματα. Γενικά βαριούνται.
“Τι είναι βαρεμάρα;”
Σαφέστατα όταν το μυαλό κατακλύζεται από αρνητικές σκέψεις, οι οποίες με τη σειρά τους φέρνουν κακή διάθεση και πνευματική κούραση η οποία είναι αισθητή και στο σώμα, τότε ναι, είναι απόλυτα βέβαιο πως θα έρθει η βαρεμάρα. Μήπως θα έπρεπε να γίνει καταγραφή της συχνότητας που λέμε «βαριέμαι»;
Χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ένας φίλος μας, δεν απαντάμε γιατί λέμε «βαριέμαι». Θέλουμε να φάμε κάτι ωραίο και χορταστικό και τρώμε ένα σάντουιτς γιατί λέμε «βαριέμαι» να φτιάξω κάτι περισσότερο πολύπλοκο.
“Πότε μπορούμε να βαριόμαστε;”
Κάποιες φορές είναι απόλυτα ανθρώπινο να νιώθουμε βαρεμάρα, πολλές φορές γιατί προηγουμένως έχει προηγηθεί έντονη σωματική κούραση και το σώμα χρειάζεται ξεκούραση, άλλοτε συμβαίνει κάτι άσχημο στη ζωή μας και με τη απραξία παίρνουμε το χρόνο που χρειαζόμαστε για το να χωνέψουμε και να το αποδεχθούμε. Πόσο υγιές είναι να διαρκεί αυτό το «βαριέμαι»;
Δεν μπορώ να πω έναν αριθμό ημερών, αλλά όταν παρατηρούμε ότι λόγω αυτής της βαρεμάρας αφήνουμε πολλές εκκρεμότητες και τα περιμένουμε όλα έτοιμα από τους άλλους, με λίγα λόγια έχουμε πάψει να είμαστε λειτουργικοί, τότε πρέπει να χτυπήσει ένα εσωτερικός συναγερμός, καθώς έχουμε μπει στην ευθεία παγίωσης μιας υποτονικής, αρνητικής και ίσως καθηλωτικής ζωής, η οποία ακολουθείται από αντίστοιχη διάθεση, σκέψη και συμπεριφορά.
“Boredom in a funny explanation”
Ας δούμε με ίσως έναν πιο αστείο τρόπο την έννοια της λέξης βαριέμαι. Το βαριέμαι είναι η παθητική φωνή του ρήματος βαράω. Βαράω λοιπόν σημαίνει χτυπώ, κοπανάω, είναι ρήμα ενεργητικής φωνής, άρα η ενέργεια μεταβαίνει σε κάποιο άλλο σώμα. Το βαριέμαι λοιπόν σαν παθητική φωνή του βαράω σημαίνει χτυπιέμαι, κοπανιέμαι, είναι ρήμα αμετάβατο, που σημαίνει πως η ενέργεια ξεκινάει από τον εαυτό μου και καταλήγει σε αυτόν. Μήπως λοιπόν όταν βαριόμαστε, τότε σημαίνει ότι χτυπιόμαστε – κοπανιόμαστε όχι με την κυριολεκτική έννοια της λέξης αλλά μεταφορικά, ότι δηλαδή βρισκόμαστε εναντίον του εαυτού μας, χτυπάμε τον ίδιο μας τον εαυτό, άρα δηλαδή του κάνουμε κακό;
Μήπως με το να βαριόμαστε κι όταν γίνεται συστηματικά, αυτό που επιδιώκουμε πάση θυσία είναι να αποδυναμώσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό;
“Βαριέμαι SOS”
Σε όλες τις ψυχικές παθήσεις (νευρώσεις ή ψυχώσεις) το πρόβλημα του ανθρώπου είναι η κατάσταση του βαριέμαι. Για αυτό το λόγο υπάρχει η ψυχοθεραπεία και θα συμπεριλάμβανα σε κάποιες περιπτώσεις και την εργοθεραπεία για να ενεργοποιηθεί το άτομο και να πάψει να αποδυναμώνει τον εαυτό του. Η ψυχοθεραπεία έχει στόχο την ενίσχυσης της πίστης στον εαυτό και την αποδοχή της αποτυχίας σαν κακοτοπιά κι όχι σαν ανασταλτικός ή καθηλωτικός παράγοντας.
Βέβαια δεν είναι και λίγοι εκείνοι που, ενώ σε ένα βαθμό έχουν πάρει την απόφαση να βγάλουν προς τα έξω τον εαυτό τους και να πάψουν να βαριούνται, όμως είναι μια πορεία δύσκολη, φοβούνται τον όγκο τους και τις πραγματικές τους δυνατότητες και στο τέλος βαριούνται και εγκαταλείπουν την προσπάθεια.
Βίκυ Μιχελή
Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Αθηνών