«Αυτό το φόρεμα δε φορούσατε προχθές;» με ρώτησε ξαφνιάζοντάς με ο ταξιτζής πριν καλά καλά κλείσω την πόρτα…
«Από μνήμη πάτε μια χαρά βλέπω», του πέταξα… «Ναι αλλά θυμάμαι και ποια με περιμένει σπίτι» απάντησε και προσπαθώντας να μη γελάσω σκέφτηκα πως καμιά φορά η αμνησία και όχι η επικοινωνία είναι τελικά που σώζει ζευγάρια και σχέσεις…
Όταν τελικά φτάσαμε έξω από την έκθεση μια φωνή με τραβούσε στο Μουσείο Σοκολάτας, που τελικά ήταν λιγούρα, ωστόσο κατάφερα να βρω το σωστό προορισμό.
«Και τι κατάλαβε η Πηνελόπη που τον περίμενε τόσα χρόνια» αναρωτήθηκε η φίλη μου, όταν της είπα ότι η Χειροτέχνικα μάζεψε όλες τις χρυσοχέρες της πόλης στο περίπτερο 8 της έκθεσης για να να ‘χουν να ράβουν και να ξηλώνουν για όσους μνηστήρες χρειαστεί.
«Μωρέ μήπως τους πότιζε κάτι και τους είχε 40, που εδώ έναν και δε μπορούμε να σταυρώσουμε» μονολόγησε και για μια στιγμή πέρασε απ το μυαλό μου το τσάι του Έρωτα που είχα αγοράσει, μια ολόκληρη σακούλα, γιατί άνθρωποι είμαστε, και καλή η προσωπικότητα κι η γοητεία, αλλά θα το χρειαστείς το βιονικό το όπλο, δύσκολη την ώρα.
«Θα έπρεπε να του δώσει τα παπούτσια στο χέρι» μου φώναξε και ευτυχώς θυμήθηκα πως την Πέμπτη είχαμε να πάμε στην παρουσίαση του βιβλίου του Βαγγέλη «Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης».
Ήταν ξεκάθαρο πως η συζήτηση δεν θα είχε αίσια κατάληξη κι επειδή χρειαζόμασταν ένα happy ending καταλήξαμε στο θέατρο Αυλαία, όπου η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου ήταν μια μεσόκοπη που της πήγαιναν όλα στραβά, αν και στο τέλος την έσωζε την παρτίδα στο «Εγώ η Γωγώ».
Η φίλη μου σταμάτησε τη γκρίνια, αλλά επειδή η λιγούρα συνέχιζε, κάναμε μια στάση για μια πράσινη σαλάτα με βινεγκρέτ μήλου στο Estrella, που από την τρέλα που σε πιάνει θες να τη φας και με τα μάτια και με το στόμα.